Γιατί δεν είναι λύση οι πρόωρες εκλογές!

Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος
Αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις δείχνουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επικρατεί σε επιρροή στο εκλογικό σώμα τόσο ως προς την πρόθεση ψήφου όσο και ως προς την παράσταση νίκης.

Οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ως πιο κατάλληλο για την πρωθυπουργία τον επικεφαλής της Κεντροδεξιάς κ. Μητσοτάκη έναντι του σημερινού πρωθυπουργού κ. Τσίπρα. Το πλέγμα αυτό των δημοσκοπήσεων φέρνει ένα είδος εκνευρισμού και αδημονίας στα ηγετικά κλιμάκια της Ν.Δ., αλλά και εν γένει σε δυνάμεις τoυ πολιτικού Κέντρου (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι).

Αξίζει να σημειωθεί μια σειρά από παραμέτρους τις οποίες θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης: Πρώτον, οι τεράστιες διαφορές που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στην αποδοχή Μητσοτάκη έναντι Τσίπρα στηρίζονται σε αναγωγές. Καταγράφεται, εν ολίγοις, στις περισσότερες δημοσκοπήσεις μια «γκρίζα ζώνη» ψηφοφόρων, της τάξης του 22-28%, που δείχνουν αναποφάσιστοι ή εν δυνάμει μετακινούμενοι. Αυτοί, σύμφωνα με τους κανόνες της στατιστικής, «ανάγονται» σε μια πιο φυσιολογική διαφορά, της τάξης του 3-4%, υπέρ της Ν.Δ. που υφίσταται και δημιουργούν τα αφύσικα ποσοστά της τάξης του 8-12% για την αξιωματική αντιπολίτευση.

Δεύτερον, οι δημοσκοπήσεις αυτές αλλά και το κλίμα «πολιορκίας» που δημιουργείται σε βάρος του κυβερνητικού συνασπισμού ενθαρρύνονται από το μέρος εκείνο της φεουδαρχικού τύπου ολιγαρχίας του κρατικοδίαιτου πλουτισμού και της ισχυρής επιρροής στην πολιτική και την οικονομία, που βάσισε την ισχύ του στην ιδιοκτησία και τη διαχείριση των μίντια - ειδικά των ηλεκτρονικών. Η ολιγαρχία αυτή, αν και βρίσκεται πλέον -και πριν ακόμη τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες- σε αποδόμηση και αποδρομή, διεκδικεί με κάθε τρόπο μια καθεστωτική παλινόρθωση. Εκτιμά, δε, -μάλλον βασίμως- ότι μια κυβέρνηση συνασπισμού με «κορμό» τη Ν.Δ. εξυπηρετεί τους βραχυπρόθεσμους στόχους και δράσεις τους.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μια καθεστωτική παλινόρθωση της ολιγαρχίας αυτής εξυπηρετεί και τη Νέα Δημοκρατία. Γιατί ειδικά η Ν.Δ. κινδυνεύει με μια γρήγορη επάνοδό της στην εξουσία, εφόσον αυτή δεν οδηγήσει σε κάτι πολύ διαφορετικό από τη σημερινή κατάσταση για τον μέσο πολίτη, να βρεθεί σε κατάσταση τελικής διάλυσης.

Τρίτον, οι εξαγγελίες και οι γενικές διατυπώσεις του κ. Μητσοτάκη από τη Θεσσαλονίκη αλλά και οι συζητήσεις στο Κοινοβούλιο δείχνουν έναν πολιτικό συντηρητικό, συγκροτημένο, αποφασισμένο, με καθαρές απόψεις ενός «εκσυγχρονιστικο?» νεοφιλελεύθερου Κέντρου, όχι όμως ιδιαίτερα συμβατού με τις δυνάμεις, τις απόψεις και τη στρατηγική προσέγγιση της δημοκρατικής, εθνικής, κοινωνικής Δεξιάς. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που αναλάβει η Νέα Δημοκρατία με το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και κάποια σχήματα τύπου Χ. Θεοχάρη τη διακυβέρνηση και με δεδομένο ότι θα ασκήσει διακυβέρνηση περιοριστικά και ασφυκτικά εντός των ορίων του Μνημονίου 3, είναι εξόχως πιθανόν να βρεθεί αντιμέτωπη με την «εξέγερση» της Αριστεράς, αλλά και τη χωρίς πολιτική εκπροσώπηση πλέον Δεξιά. Οι Ελληνες δηλαδή, σε συνθήκες «στασιμοχρεωκοπίας», να ζητήσουν την πατρίδα και τη ζωή τους πίσω, είτε εντός είτε εκτός ευρώ.

Τέταρτον, με δεδομένο ότι οι επόμενες εκλογές είναι προγραμματισμένες για τον Σεπτέμβριο του 2019 και υπό την έννοια αυτή δημιουργείται ένας «ωφέλιμος» κρίσιμος χρόνος, τίθεται το εξής ζήτημα: Γιατί δεν προτιμά η ηγεσία της Κεντροδεξιάς να προσανατολίσει τις εξελίξεις προς «κυβέρνηση εθνικού συντονισμού»; Με εξωκοινοβουλευτικά στελέχη από όλο το δυναμικό του Ελληνισμού και στήριξη από το μέγιστο εύρος του παρόντος Κοινοβουλίου, προκειμένου να επιχειρηθεί και να μελετηθεί ένα «new deal» για την Ελλάδα; Φυσικά, θα ρωτήσει κάποιος εύλογα: Και ποιος θα είναι πρωθυπουργός; Η απάντηση είναι ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης. Αλλά κάποιος που βασίμως και με δημόσια δέσμευση στις εκλογές του 2019 αλλά και τις επόμενες δεν θα είναι υποψήφιος πρωθυπουργός.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια